- φθάνω
- ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ.δ. «ἐπειγόμενος μὴ φθάσῃ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ἐσπλεύσας», Θουκ.ε. «ἄρα ἔφθασεν ἐφ' ὑμᾱς ἡ βασιλεία τοῡ θεοῡ», ΚΔ)2. εκτείνομαι ώς ένα σημείο (α. «τα μαλλιά της φτάνουν μέχρι τη μέση της» β. «Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον, δικαιοσύνην εἰς νόμον οὐκ ἔφθασεν», ΚΔ)3. (κυρίως μτφ.) α) πραγματοποιώ, πραγματώνω (α. «κόπιασε πολύ αλλά τελικά έφτασε στον στόχο του να γίνει πρωταθλητής» β. «ἐὰν ὁ ἰατρὸς αὐτὸ φθάσῃ κενῶσαι», Γαλ.)β) (για πρόσ. και για πράγμ.) γίνομαι ισάξιος, αναδεικνύομαι εφάμιλλος ως προς κάτι (α. «μετά από πολύ διάβασμα τήν ἔφτασε στους βαθμούς» β. «κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να φτάσει τη μητρική αγάπη» γ. «μηδεμία εἰκὼν φθάνει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Γρηγ. Ναζ.)νεοελλ.1. (αμτβ.) α) πλησιάζω, κοντεύω να έλθω, είμαι κοντά («φτάνει το καλοκαίρι»)β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε μια κατάσταση, καταντώ («έφτασε σε τόσο μεγάλη αθλιότητα ώστε έκλεβε και τους ίδιους τους γονείς του»)2. (μτβ.) κατορθώνω να πλησιάσω κάποιον που προηγήθηκε από μένα, προκάνω, προλαβαίνω, προφθάνω («τόν έφτασα όταν πια είχε φύγει»)3. απλώνω το χέρι μου να πιάσω κάτι που είναι ψηλά ή μακριά μου («φτάσε μου το βάζο με τη μαρμελάδα από το πάνω ράφι»)4. μτφ. (κυρίως αμτβ.) α) εγγίζω, κατακτώ έναν ορισμένο βαθμό ιεραρχίας («έφτασε στον βαθμό τού διευθυντή»)β) είμαι αρκετός, επαρκώ («φτάνουν πέντε μέτρα ύφασμα για ένα φόρεμα»)5. (το α' πρόσ. και το γ' πρόσ. εν. αορ.) έφτασα και έφτασεέρχομαι, έρχεται αμέσως (α. «έλα 'δω να σού πω κάτι» —«έφτασα!» β. «φέρε μου έναν καφέ» —«ἔφτασε!»)6. (το γ' εν. πρόσ. ως τριτοπρόσ.) φτάνειείναι αρκετό, αρκεί («φτάνει να τού πεις συγνώμη και θα σέ συγχωρέσει»)7. (το γ' εν. πρόσ. με σημ. επιφων.) φτάνει! αρκετά («φτάνει πια, δεν σέ αντέχω άλλο»)8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φθασμένος και φτασμένος, -η, -οα) ενήλικοςβ) (κυρίως μτφ.) αυτός που έχει φτάσει σε αξιοζήλευτη κοινωνική και επαγγελματική θέση, πετυχημένος, διακεκριμένος («είναι φτασμένος φιλόλογος»)9. φρ. α) «έφτασε στην άκρη τής προκοπής» — πρόκοψε πάρα πολύβ) «έφτασε σε άκρο πλούτο» — έγινε πάμπλουτοςγ) «έφτασε σε τόση αδιαντροπιά» — έγινε τελείως αδιάντροποςδ) «ώς εκεί φτάνει το μυαλό του» ή «ώς εκεί τού φτάνει» — τόσες μόνον είναι οι πνευματικές του ικανότητεςε) «έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο» και «έφτασε ο κόμπος στο χτένι» και «έφτασε στο μη περαιτέρω» και «έφτασε στο απροχώρητο» — το κακό προχώρησε τόσο ώστε να μην μπορεί κανείς να τό υποφέρει, το κακό έχει υπερβεί πια τα όρια τής υπομονήςστ) «λέει ό,τι φτάσει» — λέει ό,τι τού 'ρχεται, λέει ανοησίεςζ) «φτάνει μόνον να...» — αρκεί μόνον να...η) «να μην φτάσει να...»(ως κατάρα) να μην αξιωθεί να...10. παροιμ. α) «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει [ή τά αφήνει] κρεμαστάρια» — βλ. κρεμαστάριβ) «τού χωριάτη [ή τού τρελού] το σχοινί μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» — βλ. περισσεύωμσν.-αρχ.(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. και αορ. ως ουσ.) ὁ φθάνων και ὁ φθάσας·ο πρότερος, ο προηγούμενος ή ο προγενέστεροςαρχ.1. (με αιτ. προσ. ή και με κατηγ. μτχ.) έρχομαι κάπου πρώτος ή κάνω κάτι πριν από έναν άλλον ή άλλους (α. «φθάσας δὲ ὁ Ἀθηναίων ἄγγελος τὸν Λακεδαιμονίων ἀμείβετό μιν τοισίδε», Ηρόδ.β. «ἀλλ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλών», Ομ. Οδ.)2. απορρέω, προκύπτω από... («ἀπὸ δὴ τούτων τὰ κακὰ... ἔφθασεν», Αθανάσ.)3. είμαι εφαρμόσιμος ή ισχύω («τὸ γὰρ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν ἡμετέραν φθάνει ἐπὶ πάντας ἀνθρώπους», Ωριγ.)4. φρ. α) «ἔβαλε φθάμενος» — πρόλαβε να χτυπήσει πρωτύτερα (Ομ. Ιλ.)β) «οὐκ ἔφθημεν εἰς Τροιζῆνα ἐλθόντες καὶ τοιαύταις νόσοις ἐλήφθημεν» — μόλις φτάσαμε στην Τροιζήνα αρρωστήσαμε (Ισοκρ.)γ) (ερωτημ.) «οὐκ ἂν φθάνοις» και «οὐκ ἂν φθάνοιτε» — δηλώνει ανυπομονησία ή βιασύνη5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φθάνονο πρότερος χρόνος6. (το ουδ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) τὰ φθάσαντααυτά που μνημονεύθηκαν προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Οι παρλλ. τ. ψαέναιφθάσαι, ψατᾶσθαι, ψατῆσαι (βλ. λ. φθατέω) που εμφανίζουν αρκτικό ψ- αντί τού συμπλέγματος φθ- θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ρίζα *gzwheә2/gzwhә2- με αρκτικό δασύ ηχηρό χειλοϋπερωικό *gzwh- (βλ. και λ. φθείρω), από την οποία σχηματίστηκε το ρ. με έρρινο ένθημα -ν- και παρέκταση *-w- / *-F- τής ρίζας, μέσω ενός αρχικού τ. *φθα-ν-ευμι / *φθα-νῦμι (< *gzwhә2-n-eu-) με μετάσταση στη θεματική συζυγία *φθανFω < φθᾱνω (πρβλ. *μονFος> ιων. μοῦνος, αττ. μόνος), όπως παρατηρείται και σε άλλα ρ. με επίθημα -νFω (βλ. λ. φθίνω). Ωστόσο, η ανάλυση αυτή παραμένει τελείως υποθετική, άρα και απρόσφορη, για την ετυμολόγηση τού τ. από το θ. φθᾱ- τού ρ. χωρίς το ένθημα -ν- τού ενεστ. έχει σχηματιστεί ο αόρ. ἔφθᾱ-ν / ἔ-φθη-ν (πρβλ. ἔβην, ἔπτην, ἔφην) και ο μέλλ. φθήσομαι (πρβλ. τα ζεύγη ἔδην: βήσομαι, ἔστην: στήσομαι), ενώ από το θ. φθᾰ- με συνεσταλμένο το φωνήεν έχει σχηματιστεί η μτχ. φθάμενος (πρβλ. πτάμενος, φάμενος). Ο νεοελλ. τ. φτάνω έχει προέλθει με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων /f/ και /θ/, πρβλ. φθηνός: φτηνός].
Dictionary of Greek. 2013.